Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Κάλό ταξίδι μικρέ....

Πριν τρία χρόνια τον είχα σκυλοβρίσει και αυτόν και τον Αντωνάκη, που με τόσο θράσος έκαναν κόντρες-ψευτοκόντρες δηλαδή στην κρυφή παραλία μικρά παιδιά, αμούστακα ακόμα. Και πιο πολύ με είχε σοκάρει η αντίδραση τους, η σιγουριά τους πως θα τους έκλανα τα αρχίδια, μιας και τα αυτοκίνητα τα είχαν πάρει με τις ευλογίες του μπαμπά και της μαμάς κι όχι στα κρυφά, κι από ότι φάνηκε λίγα λεπτά μετά το θερμό μας επεισόδιο και με τις ευλογίες της ελληνικής αστυνομίας.

«Θέλω να σας αναφέρω ότι στην Κρυφή παραλία ανήλικοι οδηγούν και μάλιστα κάνουν μαγκιές και κόντρες.»
«Κι εμείς τι θέλετε να κάνουμε μαντάμ;»
Αυτή ήταν η απάντηση που έλαβα από τον αστυνομικό βάρδιας του τμήματος Κορίνθου εκείνο το βράδυ.

Με τις ευλογίες όλων, αυτά τα παιδιά οδηγούν αυτοκίνητα, αγροτικά, μηχανάκια, γουρούνες… πλην του Χρηστάκου. Ο Χρηστάκος πια δεν οδηγεί. Ο Χρήστος απλά δεν ζει.
Ξεκίνησε το πρωί από τα Ίσθμια να πάει στο φροντιστήριο στην Κόρινθο. Πήρε τη γουρούνα που του είχε κάνει προ διετίας δώρο ο πατέρας του για ν α τον επιβραβεύσει για την εξαιρετικές του μαθητικές επιδόσεις και ακολούθησε- για να αποφύγει τα μπλόκα της τροχαίας του Σαββάτου, τον γνωστό επαρχιακό δρόμο-καρμανιόλα, για να βγει στην γνωστή άθλια διασταύρωση με την παλιά εθνική οδό Αθηνών Κορίνθου και απλά εξαϋλώθηκε.

Ήταν μόνο 17 χρονών.
Δεν πρόλαβε μάλλον να καταλάβει τίποτα. Η Μερσεντές έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ο Χρήστος δεν ήταν αλήτης. Το αντίθετο μάλιστα. Εξαιρετικός μαθητής, αθλητικός τύπος, πανέμορφο κατάξανθο μούτρο, δουλευταράς… αλλά… χωρίς καμιά εμπειρία στη ζωή. Ήταν ένας καυλωμένος πιτσιρικάς, που το έπαιζε έξυπνος, όπως όλοι οι έφηβοι που αγνοούν τους κινδύνους. Που δεν μπορούν να φανταστούν ότι θα βρεθεί στο δρόμο τους ένας μαλάκας που τρέχει με 200. Που δεν μπορούν να φανταστούν πόσοι πολλοί είναι οι μαλάκες που τρέχουν με 200. Που δεν ξέρουν ότι στην γαμημένη σκατοχώρα μας τα τροχαία δυστυχήματα είναι η δεύτερη αιτία θανάτου…

Καλό ταξίδι Χρήστο
Μακάρι, να είσαι το τελευταίο ανήλικο θύμα στην άσφαλτο.
Μακάρι κάποτε να βάλουμε μυαλό και να καταλάβουμε ότι τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια είναι μεταφορικά μέσα για τη γη κι όχι για την κόλαση.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Νοσοκομείο Ζώων-Πικέρμι: Η απαράδεκτη βιομηχανία.


Πριν από ένα μήνα ακριβώς η Μιρέλλα, η τετράποδη κόρη μου ήταν ολοζώντανη. Η φωτογραφία της τραβήχτηκε στις 16/10/2009 στις 4 το απόγευμα. Είχε ένα επίμονο στομαχικό έλκος, που την ταλαιπωρούσε πάνω από χρόνο, με σχετικά συχνές κρίσεις. Είχαμε δοκιμάσει διάφορες θεραπείες, tagamet, zantac, peptonorm , είχαμε κάνει εξετάσεις για ελικοβακτηρίδιο και είχαν βγει αρνητικές. Ένα μήνα και δυο μήνες νωρίτερα από σήμερα, η Μιρέλλα έπαθε μια από τις στομαχικές της κρίσεις. Εγώ και η μητέρα μου αποφασίσαμε να κάνουμε όλες τις δυνατές εξετάσεις στο κοριτσάκι μας, μιας και κάθε φορά η ίαση φαινόταν όλο και πιο δύσκολη. Μας συμβούλεψε και ο κτηνίατρος μας να της κάνουμε γαστροσκόπηση, μην τυχόν είχε κανά κρυφό καρκίνο ή κάποια υπερπλασία, που θα μπορούσε με τον καιρό να αποδειχθεί επικίνδυνη.

16/10/2009 γύρω στις 12:00 το πρωί βρεθήκαμε με την ξενηστικωμένη, αλλά τρελιάρα Μιρέλλα στο Νοσοκομείο Ζώων στο Πικέρμι. Ξεκινήσαμε με ψηλάφηση και εξετάσεις αίματος, που πιο άψογες δεν μπορούσαν να είναι. Μας είπαν να της κάνουμε έναν υπέρηχο, να δούμε τι στο καλό συμβαίνει και το σκυλί δεν κρατάει ούτε το νερό ούτε την τροφή του. Συμφωνήσαμε και περιμέναμε την ειδική γιατρό-χειρίστρια του υπέρηχου. Εν τω μεταξύ, γνωρίσαμε όλο το προσωπικό του νοσοκομείου, όλα τα ζωάκια που μπήκαν και βγήκαν στο διάστημα των 5 ωρών που ήμασταν στην αίθουσα αναμονής. Πήγαμε βόλτα στη γύρω γύρω περιοχή και με το δικό μας τρελιάρικο τρόπο γίναμε το αγαπημένο pet της ημέρας, χορέψαμε βαλς με διάφορους γιατρούς, γλείψαμε τα πόδια των νοσοκόμων και τρελάναμε ένα παπαγάλο, μια γάτα και κάμποσα σκυλάκια. Η Μιρελίτσα παρόλη τη στέρηση νερού για πάνω από δεκαπέντε ώρες και την στέρηση τροφής για πάνω από 2 24ώρα ήταν μες την καλή χαρά και την αταξία.
Κάποια στιγμή ήρθε η ειδική γιατρός και κάναμε τον υπέρηχο και το κοριτσάκι μου ήταν τόσο, μα τόσο συνεργάσιμο, σαν να καταλάβαινε πως αυτό το τέντωμα λες και ήταν αρνί για σούβλισμα και το κρύο παχύρευστο ζελέ, γινόταν για να την απαλλάξει από τον πόνο που βίωνε. Η γιατρός, την ώρα που έκανε την εξέταση μας είπε πως ήταν λάθος να γίνεται ο υπέρηχος σε άδειο στομάχι, αλλά παρόλα αυτά δεν φαινόταν πουθενά κάποια κακοήθεια, αλλά μια ελαφριά πάχυνση των τοιχωμάτων του στομάχου και πως μόνο με ενδοσκόπηση θα μπορούσαμε να έχουμε μια σαφή εικόνα. Η ώρα ήταν πλέον λίγο μετά τις 5. Το σκυλί ήταν σαφώς αφυδατωμένο, αλλά, αφού το είπα σε 2-3 γιατρούς και κανείς τους δεν το θεώρησε επικίνδυνο, θεώρησα πως απλά είμαι υπερβολική. Κατά τις 6, την ανέλαβε ο Χριστόπουλος, ο επικεφαλής του νοσοκομείου, για να της κάνει την μοιραία, όπως αποδείχθηκε γαστροσκόπηση. Την ώρα που την νάρκωνε, ήμουν παρούσα. Της έβαλε κι έναν ορό. Τι είδους δεν ξέρω. Μετά με έδιωξε από το χειρουργείο.

Λίγο μετά τις 7 άρχισα να ανησυχώ. Έχω κάνει άπειρες στειρώσεις σε σκυλιά, όπως και μέθη για εξετάσεις. Το χρονικό διάστημα παραήταν μεγάλο για μια εξέταση. Αλλά και πάλι είπα πως είμαι υπερβολική. Στις 7:40 με φώναξαν να πάω να την πάρω, γιατί συνερχόταν. Όντως πήγα στο υπόγειο, που είναι τα χειρουργεία και είδα μια Μιρέλλα να προσπαθεί να συνέλθει και να κουτουλάει το κεφάλι της από δω κι από κει, να δυσκολεύεται να σταθεί στα πόδια της, αλλά μου φάνηκε αστείο. Την αγκάλιασα τρυφερά κάνοντας της πλάκα. Εγώ ανέλαβα να φέρω το αυτοκίνητο στην πίσω πόρτα για να την βάλουμε μέσα, η μητέρα μου πήγε να πληρώσει το λογαριασμό. Όταν γύρισα μετά από 7-8 λεπτά, η μητέρα μου με ενημέρωσε πως η Μιρέλλα είχε τρία μικρά έλκη και πως της είχαν πάρει ιστό για βιοψία. Η Μιρέλλα εν τω μεταξύ δεν έλεγε να συνέλθει. Είχε ξαπλώσει μες τη μέση του διαδρόμου και βογκούσε. Φωνάξαμε το γιατρό, ο οποίος μας είπε πως είμαστε μέσες άκρες υστερικές και πως το σκυλί απλά συνερχόταν από τη νάρκωση. Άρχισε να της δίνει χαστουκάκια για να συνέλθει. Η Μιρέλλα δεν αντιδρούσε. Προσπαθούσα να την σηκώσω με το ζόρι, αλλά ήταν αδύνατο να σταθεί στα πόδια της. Η ώρα ήταν πλέον 8. «Μερικά σκυλιά δυσκολεύονται με την νάρκωση», μου είπε μια άλλη γιατρός. «Θα συνέλθει, μη κάνετε έτσι.» Είχα αρχίσει να φρικάρω. Δεν είχα μπροστά μου ένα ζώο που αργούσε να συνέλθει από την νάρκωση, είχα μπροστά μου ένα ζώο, που λεπτό-λεπτό χανόταν σε έναν επίπονο λήθαργο. Το βογκητό ήταν το μόνο σημάδι αντίδρασης και γινόταν ολοένα και πιο δυνατό. Πριν προλάβω να φωνάξω τον Χριστόπουλο, εκνευρισμένη, που το σκυλί μου κείτονταν στον διάδρομο κι όχι σε κάποιο από τα εξεταστήρια με έναν ορό και με κάποιον να με βοηθήσει, ειδικά μετά τα 1000 € που είχαμε δώσει, η Μιρέλλα έβγαλε από τον πρωκτό της με ένα ουρλιαχτό κομμάτια και αίμα, κομμάτια που έμοιαζαν με ταλιατέλες, μακριά πλακέ κιτρινωπά με άφθονο κόκκινο αίμα. Τότε κατάλαβα πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά ότι κι αν έλεγαν όλοι αυτοί οι αδιάφοροι χρηματολάγνοι γιατροί. Γιατί, μπορεί σε μένα να έλεγαν «όλα καλά, βλέννα είναι. Πως κάνετε έτσι;», αλλά τον πανικό στα μάτια τους τον είδα. Μου την πήραν από τα χέρια, την πήγαν σε ένα χειρουργικό τραπέζι, η Μιρέλλα αιμορραγούσε αταμάτητα, ο διάδρομος του υπογείου είχε γέμισε με αίμα, βλέννες, ο ήχος από το βογκητό της κάλυπτε τα πάντα. Δέκα γιατροί προσπαθούσαν να της βάλουν ορό. Ο Χριστόπουλος άρχισε τις χριστοπαναγίες, εγώ έτρεμα κι έκλαιγα. «Δεν βοηθάς έτσι» μου είπε. Άρχισε να την τσιμπάει με διάφορα αιχμηρά αντικείμενα στις πατούσες της. Δεν αντιδρούσε. Της φώναζε, την ταρακουνούσε. Δεν αντιδρούσε. Καμιά αντίδραση, ούτε καν από αντανακλαστικό. Μόνο βογκούσε κι έβγαζε αυτό το φρικτό μίγμα από τον ποπό της. Δέκα διαφορετικοί γιατροί την τρύπαγαν στις φλέβες και αίμα δεν έβρισκαν. Η ώρα ήταν περίπου 8:30. Ρωτούσα τι συμβαίνει, «θα μου πει, κάποιος γαμώ το στανιό μου τι συμβαίνει;» φώναξα εν μέσω λυγμών κάποια στιγμή. «Το ζώο έχει μια πάρα πολύ σοβαρή υπόταση κυρία μου.» ήταν η απάντηση που έλαβα από τον Χριστόπουλο.

Τα όσα ακολούθησαν ήταν ένας εφιάλτης. Τι σήμαινε το ζώο έχει μια σοβαρή υποθερμία; Θα επιζούσε; Τι πιθανότητες είχε; Κατά τις 11 το βράδυ πια, εκλιπαρούσα τον Χριστόπουλο να της κάνει ευθανασία, χωρίς να λάβω ποτέ, μα ποτέ μια εξήγηση για το τι συνέβαινε. Την πήραν, την έβαλαν σε ένα κλουβί, τοποθέτησαν λάμπες για να την κρατάνε ζεστή γιατί ήταν παγωμένη από την υπόταση και την υποθερμία και την άφησαν να πέφτει όλο και πιο βαθειά στο λήθαργο της μέσα στους ιστούς της και το αίμα της, χωρίς ούτε ένα παυσίπονο, χωρίς ούτε ένα φάρμακο, ούτε μια προσπάθεια, χωρίς να σταματήσουν την βιομηχανία τους ούτε για πέντε λεπτά για να μας μιλήσουν, να μας εξηγήσουν, να μας ενημερώσουν, να μας προετοιμάσουν. Αν και η εικόνα της Μιρέλας μας προετοίμασε από μόνη της. Για καμιά ώρα καθόμουν δίπλα της, της κρατούσα το χέρι μέσα από τα κάγκελα του κλουβιού και της μιλούσα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μια νοσηλεύτρια, μου είπε πως θα έπρεπε να φύγω, γιατί με αυτά που κάνω απλά δυσκολεύω την κατάσταση, πως ενοχλούσα τα άλλα σκυλιά στα διπλανά κλουβιά και πως εκεί ήταν νοσοκομείο. Δεν έκλαιγα πια, αλλά δεν είχα κουράγιο να τσακωθώ. Ζήτησα να την μεταφέρουν σε κάποιο από τα πολλά άδεια εξεταστήρια και να με αφήσουν να μείνω δίπλα της. «Κυρία μου, σταματήστε τα δραματικά σας παρακαλώ. Το σκυλί είναι σε κώμα. Δεν καταλαβαίνει ότι είστε εδώ.» Κι όμως καταλάβαινε. Το ξέρω. Όποτε άφηνα το ποδαράκι της, το βογκητό γινόταν πιο έντονο. Την παρακάλεσα. «Αν θέλετε πάρτε την σπίτι υπ’ ευθύνη σας. Να μείνετε εδώ αποκλείεται.» Κι έκλεισε το φως του θαλάμου. Δεν σηκώθηκα από τη θέση μου. Θα έμενα εκεί μέσα στο σκοτάδι χωρίς να μιλάω, χωρίς να ενοχλώ τα άλλα ζωάκια. Ήθελα απλά να της κρατάω το χεράκι της, γιατί της είχα υποσχεθεί ότι στην περίπτωση που θα έφευγε κάποια στιγμή, θα ήμουν εκεί. Η νοσηλεύτρια έκανε μεταβολή και επανεμφανίστηκε με τον Χριστόπουλο, ο οποίος μου είπε πως αυτά που κάνω είναι ξεφτιλίκια και πως αν θεωρούσα το ζώο νεκρό, μπορούσα κάλλιστα να το πάρω σπίτι μου. «Πείτε μου, σας παρακαλώ.» του είπα και μου είπε να πάω σπίτι μου και να τους αφήσω να κάνουν τη δουλειά τους. «Μα εδώ και 4 ώρες, δεν κάνετε τίποτα για τη Μιρέλλα. Για ποια δουλειά μιλάμε;» Προσεβλήθη ο κύριος Χριστόπουλος. «Η θα φύγετε ή θα την πάρετε μαζί σας. Τελεία.» 12:20 έφυγα. Την άφησα εκεί, με μόνο σκεπτικό τη γαμημένη ελπίδα. Λίγο πριν φτάσω στα ίσθμια, την ένιωσα να φεύγει. Ήταν λίγο μετά τη μία. 1:50 μας πήραν τηλέφωνο. Η Μιρέλλα είχε ξεψυχήσει, μόνη της, βογκώντας δυνατά, μέσα στα αίμα της και τους ιστούς της.

Γιατί δεν με άφησαν να μείνω δίπλα της; Γιατί; Γιατί η μόνη στιγμή που ο κύριος Χριστόπουλος μας δέχτηκε στο γραφείο του ήταν όταν έκανε την ανάλυση του λογαριασμού μας; Γιατί δεν έκατσε να μου εξηγήσει;

Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Έψαξα στο Google. Και το βρήκα. Οξύ υποτασικό σοκ, σπάνια επιπλοκή της νάρκωσης, κατάσταση μη αναστρέψιμη στο 99% των περιπτώσεων. Ο θάνατος έρχεται μέσα στο 6ωρο. Γιατί δεν μπόρεσε να κάτσει να μου το εξηγήσει αυτό ο Χριστόπουλος; Γιατί αφού ήξερε ότι θα πέθαινε δεν της έκανε ευθανασία, αλλά την άφησε να υποφέρει για 6 ώρες; Γιατί δε της είχε βάλει ορό από νωρίς; Η αφυδάτωση δημιουργεί υπόταση. Σε ένα ζώο που κάνει εμετούς δύο μέρες το πρώτο πράγμα που κάνεις, είναι να βάλεις ορό. Γιατί της έκανε τη νάρκωση ενώ ο οργανισμός της ήταν καταβεβλημένος κι αφυδατωμένος; Γιατί της έκανε υπέρηχο ενώ ήταν νηστική; Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Το επόμενο πρωί, αποκαμωμένη, ζήτησα να μου φέρουν το Μιρελάκι για να την θάψω δίπλα στον φίλο της, το Φοιβάκι μου. Θα πλήρωνα εξτρά, τους είπα και ζήτησα να ακυρώσουν τις εξετάσεις που δεν έγιναν και θα γινόντουσαν από Δευτέρα και να μου επιστρέψουν τα αντίστοιχα χρήματα. «Α, δεν θα κάνετε την βιοψία τελικά και τις χ εξετάσεις;» Δουλευόμαστε; Στο νεκρό ζώο; Το σκοτώσατε το σκυλί μου και θέλετε από πάνω να μου χρεώσετε εξετάσεις που δεν έχουν κανένα νόημα να γίνουν; Στείλτε μου το σκυλί μου σας παρακαλώ και ακυρώστε τις εξετάσεις που δεν έγιναν και δεν θα γίνουν. «Α, θα πρέπει να μιλήσετε με τον κύριο Χριστόπουλο.» Δεν θα μιλούσα με κανένα Χριστόπουλο. «Ακυρώνω τις εξετάσεις, γιατί έτσι είναι το λογικό να γίνει και θα μου επιστρέψετε το ανάλογο τίμημα στο λογαριασμό μου.» Να μην πλατειάζω, το απόγευμα μου είπαν ότι θα μου την έστελναν την Τετάρτη. Ήταν Σάββατο απόγευμα. Και για τις εξετάσεις, θα έπρεπε να τηλεφωνήσω Δευτέρα πρωί, πριν σταλούν στο εργαστήριο, γιατί αλλιώς θα τις χρεωνόμουν. Δεν γαμιόμαστε καλύτερα; Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να πάρω τη Μιρέλλα μου, να την θάψω, να ηρεμήσει κι αυτή κι εμείς. Μου την έδωσαν σε μια σακούλα σκουπιδιών, αγκυλωμένη με το κεφάλι της να κρέμεται σχεδόν ανάποδα, ακαθάριστη, μέσα στα αίματα και τις βλέννες. Σαν ένα σκουπίδι.

Ένα μήνα μετά, σαφώς δεν πήρα τα χρήματα μου πίσω, αλλά ούτε και με ειδοποίησε κανείς για τα αποτελέσματα των εξετάσεων που προφανώς, για να μην μου επιστρέψουν τα χρήματα έγιναν. Που φυσικά δεν έγιναν. Μην κοροϊδευόμαστε. Ούτε έλαβα ποτέ από τον κύριο Χριστόπουλο ή κάποιον άλλον γιατρό ή κάποιον από το διοικητικό προσωπικό μια εξήγηση για το θάνατο της Μιρέλας, ούτε το πιστοποιητικό θανάτου, που ζήτησα, έλαβα.
Δεν έχω κουράγιο να τα βάλω με τον κύριο αυτόν. Φαντάζομαι ότι έτσι, με αυτές τις τακτικές και συμπεριφορές, αγοράζονται τα cayenne, σαν κι αυτό που έχει ο εν λόγω κύριος και φαντάζομαι ότι έτσι θα έχει και τον αντίστοιχο δικηγόρο. Δεν είναι τα 200 ή 300 ευρώ το θέμα μου. Είναι η όλη συμπεριφορά και η ληστρική λογική και ο κανιβαλισμός πάνω από ένα νεκρό ζώο και δύο ανθρώπους που δεν μπορούν να ξεκατινιασθούν και δεν θέλουν πάνω στο πτώμα του παιδιού τους.
Η Μιρέλλα ήταν 8,5 χρονών. Δεν ξέρω αν θα γινόταν 9, 12 ή αν ήταν να φύγει εκείνη τη μέρα. Αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα συγχωρήσω στον χρηματολάγνο αυτόν χασάπη τον τρόπο που της φέρθηκε όταν πια ήξερε ότι έφευγε.

Αντίο κοριτσάκι μου και συγγνώμη που αθέτησα την υπόσχεση μου.
Συγγνώμη που έφυγες μόνη σου.
Μου λείπεις πολύ πολύ.